- στερρόγυιος
- -ον, Ααυτός που έχει ισχυρά, εύρωστα μέλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός, άλλος τ. τού στερεός + -γυιος (< γυῖον «μέλος σώματος»), πρβλ. οβριμό-γυιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στερρόγυιον — στερρόγυιος with strong limbs masc/fem acc sg στερρόγυιος with strong limbs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυίον — γυῑον, το (Α) 1. μέλος τού σώματος 2. χέρι 3. ολόκληρο το σώμα 4. πληθ. γυῑα, τα α) τα μέλη τού σώματος («γυῑα λέλυντο», «τρόμος, κάματος λάβε γυῑα») β) τα χέρια 5. φρ. α) «γυῑα ποδῶν» τα πόδια β) «μητρός γυῑα» η μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική… … Dictionary of Greek